τριβή — rubbing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
τριβῇ — τρίβω rub aor subj pass 3rd sg τριβῆι , τριβεύς rubber masc dat sg (epic ionic) τριβή rubbing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβῃ — τρί̱βῃ , τρίβω rub pres subj mp 2nd sg τρί̱βῃ , τρίβω rub pres ind mp 2nd sg τρί̱βῃ , τρίβω rub pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβῆι — τριβῇ , τρίβω rub aor subj pass 3rd sg τριβεύς rubber masc dat sg (epic ionic) τριβῇ , τριβή rubbing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβαῖς — τριβή rubbing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβαί — τριβή rubbing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβᾷ — τριβή rubbing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβήν — τριβή rubbing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβῶν — τριβή rubbing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)